- εγκάθειρκτος
- ος , ον заключённый, заточённый (в тюрьму и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εγκάθειρκτος — η, ο (AM ἐγκάθειρκτος, ον) φυλακισμένος … Dictionary of Greek
εγκάθειρκτος — η, ο ο φυλακισμένος, δέσμιος, κρατούμενος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγκάθειρκτον — ἐγκάθειρκτος shut in masc/fem acc sg ἐγκάθειρκτος shut in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαβίδ — I (τέλη 5ου – αρχές 6ου αι. μ.Χ.). Νεοπλατωνικός φιλόσοφος από το Νέρκεν της Αρμενίας. Ο πρώτος του δάσκαλος ήταν ο Αρμένιος πατριάρχης Ισαάκ Α’. Πραγματοποίησε τις σπουδές του στην Αθήνα, στην Έδεσσα, στην Κωνσταντινούπολη και στην Αλεξάνδρεια.… … Dictionary of Greek